Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα 2020, σσ. 434.
Ένα εξαιρετικό οδοιπορικό στην Κεντρική Ασία
Ένα εξαιρετικό βιβλίο – οδοιπορικό στην Κεντρική Ασία είχα την τύχη να διαβάσω προσφάτως και να το απολαύσω στην κυριολεξία καθώς μάθαινα για μέρη άγνωστα με βοηθό την ευχάριστη και παραστατική γραφή της συγγραφέως, που σε ταξιδεύει και σε αιχμαλωτίζει ως το τέλος. Δικαιολογημένα έχει δεχθεί θετικές κριτικές από την πανεπιστημιακή κοινότητα των Αθηνών. Συγγραφέας του βιβλίου αυτού, που φέρει τον εύστοχο τίτλο «Ιχνηλατώντας τον Δρόμο του Μεταξιού», είναι η Τρικαλινή (καταγωγή από το Δροσερό) δικηγόρος Αθηνών Θωμαΐς Παπαθανασίου-Φωτοπούλου. Το βιβλίο προλογίζει ο καθηγητής και πρὠην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Κοντογιώργης.
Το «Ιχνηλατώντας τον Δρόμο του Μεταξιού» χωρίζεται σε είκοσι δύο (22) ενότητες και είναι ένα ταξίδι με μαγικούς «σταθμούς» και ιστορικές συναντήσεις. Η συγγραφέας εκθέτει με μοναδικό τρόπο τις εμπειρίες που απέκτησε μέσα από το πολυήμερο ταξίδι της, με παρέα μια ολιγομελή ομάδα τολμηρών και φιλομαθών συνταξιδιωτών, ταιριάζοντας εύστοχα εικόνες από τα τοπία, τα ανθρώπινα δημιουργήματα και τους ανθρώπους που συνάντησε, με ιστορικές αναφορές τεκμηριωμένες από τη μελέτη σχετικών βιβλίων.
Ειδικότερα ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου, που είναι η εξιστόρηση του μαγευτικού ταξιδιού της, η συγγραφέας ακολούθησε τις δύσκολες διαδρομές των αρχαίων ταξιδευτών με τα μέσα επικοινωνίας που προσφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός. Αναζήτησε ό, τι έχει απομείνει στις σπηλιές και τα μοναστήρια των Ινδουϊστών κυρίως μοναχών, που δεν τα χάλασε ο χρόνος και οι άνθρωποι. Πέρασε μέσα από πανύψηλα βουνά και ερήμους, γεύτηκε άγνωστα και παράξενα φαγητά ή φρούτα σε πόλεις και χωριά που βρίσκονται μέσα σε οάσεις της ερήμου, είδε και γνώρισε πολλές φυλές ανθρώπων με τις διαφορετικές θρησκείες, ενδυμασίες και νοοτροπίες τους που συνυπάρχουν στην αχανή δυτική Κίνα. Είδε ακόμα τα ερείπια των χαμένων πόλεων, οι οποίες είχαν ακμάσει κατά την αρχαιότητα και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, καθώς και των αποσαθρωμένων ξενοδοχείων στα οποία διέμεναν οι έμποροι του μεταξιού, επισκέφτηκε πολλά τοπικά μουσεία και παρακολούθησε οπτικοακουστικές αναπαραστάσεις.
Ήδη στα Προλεγόμενά της η συγγραφέας μάς ενημερώνει ότι στους προϊστορικούς χρόνους μέσα στις εύφορες κοιλάδες του Κίτρινου ποταμού κατοικούσαν πολλές φυλές διασκορπισμένες σε μικρά κρατίδια. Αναφέρεται στους μύθους που διατηρούνται για τον “Κίτρινο αυτοκράτορα” (2698-2598 π.Χ.) και τον παρουσιάζουν ως τον μεγάλο εφευρέτη, για την σύζυγο ή κόρη του, την Σι Λιγκ Τσι, που πιστεύουν ότι ανακάλυψε το μετάξι. Γράφει επίσης για το πώς για χιλιετίες οι Κινέζοι κατάφεραν να διατηρήσουν μυστική την εκτροφή και τεχνογνωσία της σηροτροφίας. Δίνει ιστορικά στοιχεία για την επαφή των αρχαίων Ελλήνων με τους Σκύθες και τους γειτονικούς Κινέζους, τους οποίους ονόμαζαν Σήρες (κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δράση των διαδόχων του στα ελληνο-βακτριανά και ινδο-ελληνικά βασίλεια, τις πρώτες αναφορές του Ηροδότου και μετέπειτα του Παυσανία) παραθέτοντας μάλιστα και τα σχετικά κείμενα. Κατόπιν αναφέρεται στη μεταφορά του μεταξιού από την Κίνα στην Ευρώπη και την δημιουργία γι’ αυτόν τον σκοπό των δρόμων του μεταξιού, τους οποίους ακολούθησε και η ίδια. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στους Ευρωπαίους εθνολόγους, ιστορικούς και βοτανολόγους, οι οποίοι ταξίδευαν στην Κεντρική Ασία για να καταγράψουν τις ανακαλύψεις τους, τα έθιμα των κατοίκων και την γεωγραφία της περιοχής των Κουσάν που βρίσκεται πάνω στα περάσματα του Δρόμου του Μεταξιού.
Η διαδρομή της συγγραφέως αρχίζει από την πρωτεύουσα της Κίνας, το Πεκίνο, και ακολουθεί δυτική πορεία με θερμοκρασίες πολύ υψηλές (39-49 βαθμούς Κελσίου). Σταθμοί της η Ξιάν η πρωτεύουσα της επαρχίας Σαανξί που ήταν το ανατολικότερο άκρο του Δρόμου του Μεταξιού δίπλα στον Κίτρινο ποταμό και σήμερα (απογραφή 2010) έχει πληθυσμό 8.450.000 κατ., υπήρξε δε πρωτεύουσα της Κίνας πάνω από 1.000 χρόνια με το όνομα Τσανγκ Αν. Εκεί το 1974 ανακαλύφθηκε ο πήλινος στρατός. Εδώ γίνεται λόγος για όλες τις δυναστείες και τα επιτεύγματά τους, καθώς και την διάδοση του Βουδισμού. Ακολουθεί το Λαντσόου 720 χλμ. δυτικά, σε υψ. 1.600 μ. στην κοιλάδα του Κίτρινου ποταμού, που είναι η πιο μολυσμένη πόλη της Κίνας λόγω της βαριάς βιομηχανίας και των διυλιστηρίων πετρελαίου. Έχει πληθυσμό 3.600.000 κ. Επόμενος σταθμός η γεωργική περιοχή Πύλη Ζαντ, μεταξύ της Μογγολίας, βόρεια, και του Θιβέτ-βουνών Γκίλιαν, νότια, καθώς και το εθνικό πάρκο Ντάνξια, όπου το γεωλογικό φαινόμενο “Ουράνιο Τόξο” κοντά στην μικρή πόλη Τζουγκουάν.
Επόμενοι σταθμοί είναι το φημισμένο Σινικό Τείχος, του οποίου γίνεται περιγραφή και δίνονται όλα τα ιστορικά στοιχεία γι’ αυτό, και κατόπιν το Ντουνχουάνγκ πιο δυτικά μέσα στη στέπα Γκόμπι και την μεγάλη έρημο Τακλαμακάν. Εκεί σώζονται εκατοντάδες σπηλιές βουδιστών μοναχών με αγάλματα, βουδιστικές τοιχογραφίες και διάφορα αντικείμενα. Εδώ γίνεται αναφορά στην ελληνοβουδιστική τέχνη Γανδάρα. Ακολουθεί μία ενότητα με θέμα τους λαούς στη λεκάνη Ταρίμ και τους Ευρωπαίους στην αυλή των Μογγόλων αυτοκρατόρων, τις γνωριμίες με τους τοπικούς πολιτισμούς στις πόλεις Χάμι και Τουρφάν στα δυτικά όρια της Κίνας με αναφορές στα αγροτικά τους προϊόντα και στις αρχαίες θρησκείες, καθώς και στο αρχαίο υδρευτικό σύστημά τους. Επόμενη επίσκεψη στην πόλη Γκατσάνγκ ή Καραχότζα ή Τσότσο το θρησκευτικό κέντρο της μειονότητας των Ουϊγούρων, που ήταν ένα σταυροδρόμι πολιτισμού και στρατηγικό σημείο, και στην αρχαία νεκρόπολή τους Αστάνα. Το Ουρούμσι, που ακολουθεί, είναι νέα πόλη (ιδρύθηκε το 1760), πρωτεύουσα της Αυτόνομης Περιφέρειας Σινγιάνγκ, κατοικείται από λαούς της στέπας και περιλαμβάνεται στο βιβλίο ρεκόρ Γκίνες ως η “πιο απομακρυσμένη πόλη από οποιαδήποτε θάλασσα”. Έχει πληθυσμό 2.300.000 κατ., είναι η μεγαλύτερη πόλη της Δυτ. Κίνας και ξεχωρίζει για τις αινιγματικές μούμιες που φιλοξενεί στο μουσείο της.
Μετά έρχεται το πέρασμα της ερήμου με τραίνο για να πάει στο Κασγκάρ το μεγαλύτερο και αρχαιότερο παζάρι του κόσμου, που απέχει από το Ουρούμσι 1.200 χλμ. Πριν από το 1960 χρειάζονταν τρεις μήνες για να διασχίσεις την έρημο με ζώο, ενώ τώρα με το τραίνο η διαδρομή γίνεται σε 24 ώρες. Παλιά αποτελούσε σπουδαίο σταθμό στον Δρόμο του Μεταξιού, κατοικείται δε από Ουϊγούρους, οι οποίοι είχαν εξεγερθεί το 1864 για να αποσχιστούν από την Κίνα, αλλά το 1949 πέρασαν οριστικά υπό τον έλεγχό της.
Το μαγευτικό ταξίδι στην Κίνα φτάνει στο τέλος του με το δύσκολο πέρασμα μέσω της διάβασης Τορουγκάρτ από την οροσειρά Παμίρ στο γειτονικό μικρό κράτος Κιργιστάν, πρώην σοβιετική δημοκρατία, που χαρακτηρίζεται ως όμορφη χώρα των βουνών και των νομάδων. Μετά την περιγραφή των πόλεων, της υπαίθρου, των κατοίκων του, της ζωής και των εθίμων τους, ολοκληρώνεται το γοητευτικό και περιπετειώδες ταξίδι της Θ. Παπαθανασίου.
Μέσα από τις αφηγήσεις της βλέπουμε να ζωντανεύουν μπροστά μας αρχαίες πόλεις θαμμένες στην έρημο, οι χαμένες Αλεξάνδρειες, οι ανασκαφές στο Τιλιά Τεπέ του Αφγανιστάν τα ευρήματα των οποίων οι Τρικαλινοί είχαν το προνόμιο να απολαύσουν σε σχετική διάλεξη του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. (1-3-1997) με ομιλητή τον Ελληνο-Ρώσο διακεκριμένο αρχαιολόγο Βίκτωρα Σαρηγιαννίδη που τα έφερε στο φως (1969 κ.ε.), κατάλοιπα ελληνιστικών βασιλείων, ποταμοί, γέφυρες, μουσεία, μαυσωλεία, παζάρια, λαϊκά όργανα, αγροτικά προϊόντα, η ιεραποστολική δράση, η ανακάλυψη θαμμένων πολιτειών στην έρημο από Ευρωπαίους (19ος αι.), η εξαιρετική φιλοξενία στην πόλη Χάμι μέσα σε όαση, η ανακάλυψη αρχαίων ελληνικών στοιχείων, η φυλή των Καλάς του Αφγανιστάν που θεωρούν εαυτούς απογόνους των Μακεδόνων, η διατήρηση του θρύλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως ήρωα στα λαϊκά αναγνώσματα όλων των ανατολικών λαών, καθώς και οι Νεστοριανοί καλόγεροι που πήραν το μυστικό του μεταξιού (554 μ.Χ.) κρυμμένο μέσα σε κούφια μπαστούνια και το μετέφεραν στην Ευρώπη.
Η Θωμαΐς Παπαθανασίου στην αφήγησή της συνδυάζει όσα αντίκρισε και εξέτασε η ίδια κατά το μακρύ ταξίδι της με τις ιστορικές μαρτυρίες που άκουσε ή διάβασε για τον πολιτισμό και τα ανθρώπινα δημιουργήματα στο διάβα των αιώνων. Η διήγησή της είναι ευχάριστη, καθώς συνδυάζει το γλαφυρό ύφος, την ζωντάνια και το συναίσθημα που της προκάλεσε κατά το οδοιπορικό της η διαρκής εναλλαγή των παραστάσεων των ανθρώπων του σήμερα με αυτών του ιστορικού παρελθόντος.
Το βιβλίο κλείνει με την παράθεση επιλεγμένων αντιπροσωπευτικών έγχρωμων φωτογραφιών, εκτός από τις διασκορπισμένες στους οικείους τόπους ασπρόμαυρες, καθώς και με την Βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε η συγγραφέας.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το βιβλίο αυτό με τίτλο «Ιχνηλατώντας τον Δρόμο του Μεταξιού» είναι πράγματι κάτι το διαφορετικό, ξεχωρίζει από άλλα ταξιδιωτικά βιβλία, τόσο ως προς το αντικείμενο που πραγματεύεται όσο και ως προς τον τρόπο της αφήγησης. Όποιος το διαβάσει σίγουρα θα εμπλουτίσει τις γνώσεις του αλλά κυρίως θα έχει την ευκαιρία να περιδιαβεί σε μέρη απόμακρα και απλησίαστα, τα οποία ούτε καν υποπτευόταν ότι υπάρχουν.
Θεόδωρος Α. Νημάς, δ.φ.