Δρ Θεόδωρος Κ. Γκαλέας
Με βαριά καρδιά, και με πόνο που σε συγκλονίζει και δεν σου επιτρέπει ούτε καν να σκεφτείς, θυμόμαστε τη βασανισμένη Μικρασία. Πώς να αντέξεις να αφηγηθείς τα αιματηρά γεγονότα ακόμη και τώρα που βρισκόμαστε στα εκατό χρόνια από τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1922! Για όσους γνωρίζουν, όλα αυτά είχαν τις ρίζες τους βαθύτερα, ακόμη και πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν πάντοτε οι συνέπειες οικονομικών συμφερόντων. Η Ιστορία είναι ένας γερός κρίκος που την ενώνει ο Χρόνος. Όταν το ρολόι του Χρόνου σταματήσει, τότε θα πάψει να υπάρχει και η Ιστορία. Οι περισσότερες σελίδες της είναι, δυστυχώς για τον άνθρωπο, μαύρες και γεμάτες φρίκη και αγριότητα.
Η αρχή του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έφερε ένα κύμα διωγμών των χριστιανών Ελλήνων που κατοικούσαν στα παράλια της Μικρασίας. Ήταν ένα πρόγραμμα που είχαν υποδείξει στους Τούρκους οι Γερμανοί αναδιοργανωτές του στρατού τους. Στίφη ατάκτων, μπασιμπουζούκοι και ζεϊμπέκηδες έπεφταν επάνω στις πόλεις και στα χωριά, έμπαιναν στα σπίτια, στα μαγαζιά, στις εκκλησίες, λεηλατούσαν, σκότωναν, έκαιγαν.
Οι Έλληνες τρέχουν να γλιτώσουν. Άλλοι πέρασαν στα αντικρινά νησιά του Αιγαίου, άλλοι κατέφυγαν στη Σμύρνη. Ερήμωσαν οι πόλεις και τα χωριά της Ιωνίας και της Αιολίδας, από τον Αδραμυττικό κόλπο ως το στενό της Σάμου. Πάνω από σαράντα χιλιάδες ψυχές έφτασαν στη Σμύρνη. Και πολύ περισσότερες χιλιάδες σκόρπισαν στις ερημικές ακρογιαλιές, κρυμμένοι μέσα στους βράχους, περιμένοντας καΐκια να τους σώσουν. Ο Φώτης Κόντογλου, προικισμένος ζωγράφος, αγιογράφος, συγγραφέας και κυρίως θεοσεβής άνθρωπος και πατριώτης, από το Αϊβαλί ή Κυδωνιές της Μικρασίας, όπως λεγόταν, παρέμεινε εκεί μέχρι τις 14 Αυγούστου του 1922, οπότε και αναγκάστηκε να φύγει από την αγαπημένη του πατρίδα, Μας περιγράφει την περιπέτειά του στο βιβλίο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου».
Στις 2 Μαΐου 1919, το υπερωκεάνιο «Πατρίς» και έξι ακόμη μεταγωγικά αποβιβάζουν στη Σμύρνη τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα. Νεαρά παιδιά που πίστευαν και αγαπούσαν την πατρίδα τους και ήταν υπάκουοι και πρόθυμοι να την υπηρετήσουν. Ανάμεσά τους και ο θείος μας ο Νίκος που ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής στα Τρίκαλα. Οι Σύμμαχοι, με τη μεγαλοψυχία τους, είχαν εξουσιοδοτήσει την Ελλάδα να καταλάβει τη Σμύρνη!!! Μια από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες της νεώτερης ιστορίας μας άρχιζε. Έμοιαζε με αρχαίο δράμα!
Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών η ανατολική Θράκη και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της περιέρχονταν στην Ελλάδα ως ανταμοιβή για την προσφορά της στους συμμάχους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο λαός της Μικρασίας παραληρούσε από χαρά. Όμως στην πράξη για να επικυρωθεί η συνθήκη έπρεπε η Ελλάδα να πολεμήσει, να νικήσει τον Κεμάλ ─ τον τακτικό στρατό του και τους φοβερούς και μοχθηρούς τσέτες του. Ήταν δηλαδή, ένα δώρο υπό προϋποθέσεις και με πολλές μικρές κρυφές υποσημειώσεις, όπως συνήθως γίνεται με πολλές συμφωνίες. Ήταν ένα δώρο, άδωρον! Δεν το πήραμε ποτέ. Αντίθετα πληρώσαμε με πολύ αίμα και δάκρυ και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Τον τρίτο χειμώνα της μικρασιατικής εκστρατείας οι ψυχές των παλληκαριών άρχισαν να κουράζονται, το ίδιο και τα σώματα. Όσο για τα οικονομικά μέσα, αυτά είχαν εξαντληθεί προ πολλού.
Τον Αύγουστο του 1922 ο Μουσταφά Κεμάλ εξαπέλυσε την επίθεσή του από τα υψίπεδα της Ανατολής. Το μέτωπο έσπασε. Όλοι έτρεχαν να φθάσουν στα παράλια, να προλάβουν τα καράβια, να περάσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Το πρωΐ του Σαββάτου 9 Σεπτεμβρίου, οι πρώτοι έφιπποι τσέτες (τα Ες Ες του Κεμάλ) μπήκαν στην Γκιαούρ Ιζμίρ, στην πόλη των απίστων, όπως έλεγαν τη Σμύρνη. Οι κάτοικοι της Σμύρνης, βλέποντας τον ελληνικό στρατό να επιβιβάζεται στον Τσεσμέ στα πλοία και να επιστρέφει στην Ελλάδα, άρχισαν να πανικοβάλλονται. Κάποιοι βέβαια έμειναν πίσω κάνοντας αγώνα θυσίας. Ανάμεσά τους και ο θείος Νίκος που αποφάσισε να μείνει και να αγωνιστεί, όπως μάθαμε ότι είπε. Όχι μόνο δεν γύρισε ποτέ, αλλά έμεινε για πάντοτε αγνοούμενος στα ελληνικά κρατικά αρχεία. Στις δικές μας ψυχές ζει και είναι παράδειγμα ηρωϊσμού και αυτοθυσίας.
Εκεί, στην προκυμαία, έτρεξε και ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης που, ενώ δεν επέτρεπε στους Έλληνες να φύγουν, ο ίδιος επιβιβάστηκε σε ατμάκατο αγγλικού πολεμικού. Η Αστυνομία και Άγγλοι ναύτες τον προστάτευσαν από τους γιουχαϊσμούς και τις έντονες αποδοκιμασίες του πλήθους που αυτός εγκατέλειπε στην τουρκική θηριωδία. Φωνές και κατάρες συνόδευσαν τον ανάξιο Αρμοστή. Προηγουμένως είχαν αναχωρήσει και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι αφού είχαν υπηρετήσει με ευσυνειδησία την πατρίδα τους!!! Μόνον ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος παρέμεινε στη θέση του. Ο Νουρεντίν πασάς που μισούσε θανάσιμα τον Δεσπότη, αυτόν που τόσα χρόνια αποτελούσε ασπίδα μπροστά από τους χριστιανούς (εκτός των άλλων τον είχε καταγγείλει στους Αρμοστές των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαγές των χριστιανών της Ιωνίας στον Α ΄Παγκόσμιο Πόλεμο) του επιφύλαξε ξεχωριστό φρικτό μαρτύριο. Στο τέλος τον μετέφεραν στις τουρκικές συνοικίες, όπου τον διαμέλισαν και τον άφησαν βορά στους σκύλους.
Το μέτωπο έσπασε! Το μέτωπο έσπασε! Ακούγονται φωνές αγωνίας μέσα στην πλημμυρισμένη από κόσμο Σμύρνη. Χιλιάδες πρόσφυγες σε λίγο θα ζούσαν τις πιο οδυνηρές εμπειρίες που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει. Ανάμεσα τους η γιαγιά μας η Σοφία με την πεθερά της και το μωράκι της σφιχτά στην αγκαλιά. Ο άντρας της, ο παππούς μας Αγαμέμνων, ανήκε στην ηλικιακή ομάδα των 18-45 ετών που ο Κεμάλ έστειλε στην αιχμαλωσία, στα βάθη της Ανατολής. Τον χρειάστηκαν, ωστόσο, για ράφτη, που ήταν το επάγγελμά του, και είχε κάπως καλύτερη μεταχείριση.
Μπροστά στο συγκεντρωμένο, απελπισμένο πλήθος, στην ανοιχτή χιλιοτραγουδισμένη θάλασσα της Σμύρνης, οι στόλοι των «προστάτιδων Δυνάμεων», τριάντα δύο μεγάλα καράβια αμερικανικά, αγγλικά, γαλλικά και τα ιταλικά (που έδειξαν, εκεί τουλάχιστον, κάποιον ανθρωπισμό) έστεκαν ακίνητα. Στην αρχή, ήταν η προσωποποίηση της ελπίδας. Μετά, μετατράπηκαν σε ανηλεείς θεατές ανθρωποθυσιών.
Πάνω από 700.000 Έλληνες συνωθούνται στην παραλία της Σμύρνης για να σώσουν τη ζωή τους. Όχι, δεν περιμένουν τα πλοία για να πάνε κρουαζιέρα! Οι φωτιές που έβαλε ο στρατός των Τούρκων και η ολοκληρωτική καταστροφή της Σμύρνης ήταν σχέδιο του Κεμάλ για να ξεριζώσει μια για πάντα τους Έλληνες από την πόλη που συμβόλιζε τη δυναμική παρουσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με επίσημες πηγές, τα θύματα αυτής της γενοκτονίας ήταν ένα εκατομμύριο.
Τα μεγάλα ελληνικά πλοία παραλαμβάνουν τριπλάσιους στον αριθμό επιβάτες και τα μικρά ατμόπλοια με δυσκολία κινούνται, μεταφέροντας τους πρόσφυγες. Η γιαγιά Σοφία επιβιβάζεται, σπρωγμένη μέσα στο πλήθος, σε διαφορετικό πλοιάριο από την πεθερά της που είχε πάρει το μωρό. Αποβιβάζονται στη Μυτιλήνη. Η ηλικιωμένη γυναίκα αφήνει εκεί την τελευταία της πνοή και το μωρό εξαφανίζεται για πάντα. Η γιαγιά Σοφία καταλήγει στη Θεσσαλονίκη χωρίς ποτέ, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της, να πληροφορηθεί τι απέγινε το παιδί της. Παρόλα αυτά, είχε την ευλογία και την τύχη να ξαναδεί τον άντρας της, τον παππού Αγαμέμνονα, όταν έγιναν οι ανταλλαγές πληθυσμών.
Η Διδώ Σωτηρίου, που έζησε τα τραγικά γεγονότα, περιγράφει τις ανεπανάληπτες σκηνές στα «Ματωμένα Χώματα»:
«Φωτιά! Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη! Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονται στον ουρανό. Είναι η Αρμενογειτονιά. Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Σφαγή! Σφαγή! Τούρκοι τσέτες μας σφάζουνε! Έλεος! Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν στη θάλασσα για να σωθούν και πνίγονται. Οι τσέτες σφάζουνε, πλιατσικολογούν…, Σταυρώνουν παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουν κορίτσια μισοπεθαμένα στις Άγιες Τράπεζες και τα ατιμάζουν….»
Τις τραγικές εκείνες στιγμές οι σύμμαχοί μας επέδειξαν ανήκουστη αναισθησία. Τα αγγλικά πληρώματα, με εντολή των ανωτέρων τους, αποκόβουν τα χέρια και χτυπούν τα κεφάλια όσων προσπαθούν να ανέβουν στα πλοία τους για να αποφύγουν το τούρκικο μαχαίρι. Τα γαλλικά πληρώματα συναγωνιζόμενα σε εφευρετικότητα ρίχνουν καυτό νερό σε όσους προσπαθούν να ανέβουν. Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζ. Χόρτον άκουσε με κατάπληξη και αποτροπιασμό τον Γάλλο πρόξενο να δικαιολογείται, με απερίγραπτο κυνισμό, για την καθυστέρηση της άφιξής του σε γεύμα, διότι το γαλλικό πλοίο προσέκρουσε σε πτώματα ελληνίδων γυναικών που έπλεαν στην παραλία!
Η Διδώ Σωτηρίου στο άλλο βιβλίο της «Οι νεκροί περιμένουν» γράφει:
«Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων τους στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι από το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου…. Κοιμήθηκαν από βραδύς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας. Ενάμιση εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!»
Πώς να ξεχάσουμε μαθήματα πληρωμένα με τόσο αίμα, τόσα δάκρυα, τόσα πένθη! Δυστυχώς η Ελλάδα δεν κατόρθωσε και με αυτή την περιπέτειά της να πάρει μαθήματα και συνεχίζει να δέχεται τις διχαστικές παραπλανήσεις. Κατά κοινή ομολογία στο βάθος του μικρασιατικού δράματος στέκει ο κρυφός ένοχος: Οι ξένες μεγάλες εταιρείες, που για τα δικά τους ωμά συμφέροντα καταστρέψανε την ευτυχία εκατομμυρίων Ελλήνων της Ανατολής.
Παρόλα αυτά δεν είναι αργά για να πάρουμε μαθήματα και να καταλάβουμε ακόμη και τώρα που οι δυσκολίες επανέρχονται ότι μόνο ως έθνος ενωμένο μπορούμε να είμαστε δυνατοί και να αποφύγουμε τα οδυνηρά λάθη του παρελθόντος…..
Λεζάντες φωτογραφιών
Φωτό 1: Ο θείος μας Νικόλαος Δ. Σγέμπας, αξιωματικός της Χωροφυλακής Τρικάλων. Αγνοούμενος στη Μικρασιατική εκστρατεία
Φωτό 2: Ο παππούς μας Αγαμέμνων Αναγνωστόπουλος με τη γιαγιά μας, τη γυναίκα του Σοφία. Νιόπαντρο ζευγάρι στη Σμύρνη, πριν από την καταστροφή
Φωτό 3: Ευτυχισμένη οικογενειακή στιγμή κάπου στον Κασαμπά, Μικρά Ασία