Οι μειώσεις των φόρων που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας είχαν θετικό και ορατό αντίκτυπο στο καλάθι του νοικοκυριού. Ωστόσο, η αποτελεσματική μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της ακρίβειας απαιτεί την ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που έχει ξεκινήσει η χώρα, υπογραμμίζει μελέτη του ΚΕΦίΜ με θέμα την ακρίβεια και το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης:
• Στη χώρα μας, όπως τυπικά συμβαίνει στις χώρες με συγκριτικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τα αγαθά είναι ακριβότερα από τις υπηρεσίες σε σχέση με το μέσο εισόδημα των καταναλωτών. Αντιθέτως, στις χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναλογικά ακριβότερες είναι οι υπηρεσίες και αναλογικά φθηνότερα τα αγαθά.
• Στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης, η υψηλή φορολογία που επιβλήθηκε ενίσχυσε το φαινόμενο της ακρίβειας, καθώς ενώ οι μισθοί έπεφταν, οι φόροι κράτησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων.
• Το θεσμικό περιβάλλον της εκάστοτε χώρας επηρεάζει καθοριστικά την ακρίβεια στα καταναλωτικά προϊόντα. Παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί, το θεσμικό περιβάλλον συνεχίζει να έχει στη χώρα μας σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος διαβίωσης.
Διαχρονικά, η πολιτική που εξασφαλίζει την αποτελεσματικότερη ενίσχυση των συνθηκών διαβίωσης και τη μείωση της ακρίβειας είναι η εφαρμογή φιλικών προς την αγορά μεταρρυθμίσεων και η διαρκής βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ Αλέξανδρος Σκούρας σημειώνει πως «η έρευνα δικαιώνει όλους αυτούς που διαχρονικά και επιτακτικά ζητούν την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία. Τα πορίσματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ακρίβεια, και αρκετές από τις δυσάρεστες επιπτώσεις της στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών, μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα».