Υπερχρεωμένες οι επιχειρήσεις εστίασης

 

Σοβαρές είναι οι επιπτώσεις της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης, με την πλειονότητα να έκλεισε με αρνητικό πρόσημο το 2021.

Αυτό προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ για τις επιπτώσεις της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης.

Το αυξημένο κόστος λειτουργίας, η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της ζήτησης φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει την συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων τους.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνες περισσότερες από 6 στις 10  επιχειρήσεις  του δείγματος έκλεισαν το 2021 με ζημιές, ο αριθμός των πελατών καθώς και οι ποσότητες των παραγγελιών μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 για το 52,9% και το 63,7% των επιχειρήσεων του δείγματος αντίστοιχα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης του δείγματος αυξήθηκε μεσοσταθμικά τους τελευταίους 12 μήνες κατά 41,7%, λόγω της αύξησης των σημαντικότερων από τα επιμέρους κόστη τους (ενέργειας, προμήθειας πρώτων υλών/εμπορευμάτων, καύσιμων, εργασίας, ενοικίου).

Επίσης, περισσότερες από 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος αύξησαν τις τιμές τους κατά τους τελευταίους 12 μήνες, ενώ η μεσοσταθμικά η αύξηση των τιμών πώλησης αγαθών/υπηρεσιών ανήλθε στο 10,7%.

«  Από την ανάλυση των παραπάνω στοιχείων προέκυψε ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων εστίασης βρίσκεται σε κατάσταση υπερχρέωσης. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές σε τουλάχιστον 3 από τις ως άνω κατηγορίες υποχρεώσεων. Επιπλέον, 4 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν παράλληλα ληξιπρόθεσμες οφειλές τόσο προς την εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία» υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ.

Όπως σημειώνει η Συνομοσπονδία «ο  κλάδος της εστίασης συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που επλήγησαν δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Από τη μια μεριά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 οι επιχειρήσεις του κλάδου τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής της λειτουργίας τους για τουλάχιστον 9 μήνες ενώ ακόμη και κατά τα διαστήματα που είχε αρθεί το καθεστώς αναστολής λειτουργούσαν με προϋποθέσεις οι οποίες περιόριζαν σημαντικά τη δραστηριότητα τους.  Από την άλλη μεριά, για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της πανδημίας η κυβέρνηση έλαβε σειρά υποστηρικτικών μέτρων, τα οποία, όπως και στα περισσότερα κράτη της Ε.Ε., αποσκοπούσαν να κρατήσουν τις επιχειρήσεις «ζωντανές». Ήταν, δηλαδή, μέτρα επιβίωσης που βασίστηκαν στην προσδοκία της δυναμικής ανάκαμψης όταν οι οικονομίες θα επέστρεφαν σε συνθήκες κανονικότητας».

Με την συνέχιση της πλοήγησης σας στην σελίδα μας θεωρούμε αυτόματα ότι αποδέχεστε τους όρους χρήσης μας. Αποδοχή Όροι χρήσης