Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Εισαγωγή στην Ψηφιακή Λαογραφία» την Παρασκευή 20 Ιουνίου στο Μουσείο Τσιτσάνη στις 19:30 συνομιλούμε με τον συγγραφέα και Διευθυντή της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Τρικάλων Δρ Αλέξανδρο Καπανιάρης, Καθηγητή-Σύμβουλο στο Ε.Α.Π. στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες». Ο Αλέξανδρος Καπανιάρης παρουσιάζει ένα πολυσχιδές εκπαιδευτικό, ερευνητικό και ακαδημαϊκό έργο στον τομέα του πολιτισμού, των ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών, της αρχειακής εθνογραφίας, των ψηφιακών μέσων στην εκπαίδευση και της διδασκαλίας της πληροφορικής στην εκπαίδευση. Διαθέτοντας επίσης μια πλούσια αυτοδιοικητική εμπειρία στον τομέα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης επιχειρεί με το καινούργιο του βιβλίο μια συνομιλία μεταξύ τεχνολογίας, πολιτισμού και τοπικής ανάπτυξης.
ΕΡ. Κύριε Καπανιάρη, την Παρασκευή 20 Ιουνίου στο Μουσείο Τσιτσάνη παρουσιάζεται το νέο σας βιβλίο «Εισαγωγή στην Ψηφιακή Λαογραφία» από τις εκδόσεις Ταξιδευτής. Η επιλογή των εισηγητριών τί ακριβώς συμβολίζει; Γιατί επιλέξατε μόνο γυναίκες που δραστηριοποιούνται στην πολιτική και την αυτοδιοίκηση;
ΑΠ. Η επιλογή των εισηγητριών στη φετινή παρουσίαση του βιβλίου μου «Εισαγωγή στην Ψηφιακή Λαογραφία» δεν είναι τυχαία, αλλά βαθιά συμβολική και ουσιαστική. Πρόκειται για τρεις γυναίκες που εκπροσωπούν τον χώρο της πολιτικής και της τοπικής αυτοδιοίκησης στα Τρίκαλα – έναν τόπο με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα και έντονη ιστορική μνήμη. Η ψηφιακή λαογραφία, την οποία το βιβλίο επιχειρεί να ορίσει και να χαρτογραφήσει, είναι πράγματι «γένους θηλυκού»: ασχολείται με την αφήγηση, τη μνήμη, την κοινότητα, τη φροντίδα της άυλης κληρονομιάς – όλα πεδία με τα οποία παραδοσιακά και ουσιαστικά έχουν συνδεθεί οι γυναίκες στον λαϊκό πολιτισμό.
Παράλληλα, όμως, η επιλογή αυτή υποδηλώνει και μια σύγχρονη αναγνωριστική πράξη: ότι ο πολιτισμός, και ιδίως ο λαϊκός πολιτισμός στην ψηφιακή του πλέον εκδοχή, δεν είναι αποκλειστικά ακαδημαϊκή ή θεωρητική υπόθεση. Είναι βαθιά πολιτικό ζήτημα. Η πολιτιστική κληρονομιά και η ψηφιακή της διάσωση, αξιοποίηση και ανάδειξη πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο της τοπικής και εθνικής πολιτικής ατζέντας. Όχι ως συμπλήρωμα, αλλά ως βασικός αναπτυξιακός πυλώνας.
Οι εισηγήτριες εκπροσωπούν διαφορετικούς θεσμούς και επίπεδα διακυβέρνησης, αλλά μοιράζονται ένα κοινό όραμα: την ενίσχυση της πολιτιστικής ταυτότητας ως μοχλό βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης. Η συμβολή τους στον διάλογο αυτό είναι ουσιώδης – γιατί ακριβώς δείχνει πως η άυλη πολιτιστική κληρονομιά δεν ανήκει μόνο στο παρελθόν αλλά έχει μέλλον, και το μέλλον αυτό περνά μέσα από την πολιτική βούληση, τον στρατηγικό σχεδιασμό και τη διατομεακή συνεργασία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή της Τρικαλινής κοινωνίας ως αφετηρία για την παρουσίαση του βιβλίου είναι επίσης συνειδητή. Πρόκειται για έναν τόπο με ισχυρά λαογραφικά αποθέματα, αλλά και με αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες στον τομέα της καινοτομίας και της ψηφιακής πολιτικής. Εδώ μπορούν να συναντηθούν δημιουργικά η παράδοση και η τεχνολογία, το τοπικό και το παγκόσμιο, η μνήμη και ο μετασχηματισμός.
Η πολιτιστική κληρονομιά –όπως και ο τουρισμός, η εκπαίδευση, η βιώσιμη επιχειρηματικότητα– δεν πρέπει να παραμένουν ξεχωριστές νησίδες. Χρειάζονται μια ενιαία στρατηγική, ένα ολιστικό όραμα. Σε αυτό το όραμα, οι γυναίκες της αυτοδιοίκησης, οι εκπρόσωποι της τοπικής πολιτικής και οι θεσμικοί συνομιλητές με όραμα και γνώση, μπορούν να γίνουν καταλύτες ουσιαστικής αλλαγής.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αναδείξει το βιβλίο μου: ότι η ψηφιακή λαογραφία δεν είναι απλώς ένα νέο επιστημονικό πεδίο, αλλά μια ευκαιρία επανασύνδεσης με τις ρίζες μας, μέσω των νέων τεχνολογιών, προς όφελος της κοινωνίας και της τοπικής ανάπτυξης. Και σε αυτή τη διαδρομή, η πολιτική συμμετοχή και η αυτοδιοίκηση έχουν κρίσιμο ρόλο. Γιατί χωρίς πολιτική βούληση, ο πολιτισμός παραμένει περιθωριοποιημένος. Με πολιτική βούληση όμως, μπορεί να γίνει κινητήριος δύναμη ενός μέλλοντος δημιουργικού και δίκαιου.
ΕΡ. Βλέποντας τα περιεχόμενα του βιβλίου συναντούμε θέματα που δεν μπορούσαμε πιο παλιά να σας συνδέσουμε με το λαϊκό πολιτισμό. Τώρα με τη δική σας θεώρηση μέσα από το πόνημα σας δίνεται μια άλλη διάσταση; Μιλήστε για αυτό.
ΑΠ.: Πράγματι, το βιβλίο «Εισαγωγή στην Ψηφιακή Λαογραφία» έρχεται να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μου –και θα έλεγα της γενιάς μου– με τον λαϊκό πολιτισμό, μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, αυτό της ψηφιακότητας και των τεχνολογιών του 21ου αιώνα. Αν παραδοσιακά η λαογραφία θεωρούνταν πεδίο ιστορικής, εθνογραφικής ή φιλολογικής έρευνας, σήμερα οι όροι αλλάζουν. Η ψηφιακή εποχή μας καλεί να αναστοχαστούμε τι είναι «παράδοση», πώς την προσλαμβάνουμε, πώς τη μεταδίδουμε, αλλά και ποιοι είναι οι νέοι «φορείς» της.
Το βιβλίο μου δεν επιδιώκει απλώς να δώσει μια ακαδημαϊκή προσέγγιση, αλλά κυρίως να προτείνει μια νέα θεώρηση: ότι ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι στατικός ή εγκλωβισμένος στο παρελθόν. Αντίθετα, μετασχηματίζεται δυναμικά μέσω των νέων τεχνολογιών, των κοινωνικών μέσων, της τεχνητής νοημοσύνης, της ψηφιακής αφήγησης, ακόμη και μέσω των ψηφιακών παιχνιδιών. Γι’ αυτό και τα κεφάλαια του βιβλίου εκτείνονται σε πεδία που μέχρι πρότινος δεν θεωρούνταν “λαογραφικά”, όπως τα αποθετήρια ψηφιακής μνήμης, η χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση, ή οι δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης στη διαχείριση της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Για παράδειγμα, στο 3ο Κεφάλαιο που αφορά την Τεχνητή Νοημοσύνη, αναδεικνύεται το πώς οι αλγόριθμοι και τα μεγάλα δεδομένα μπορούν να βοηθήσουν στην ανάλυση παραδοσιακών τραγουδιών, ή στον εντοπισμό αφηγηματικών μοτίβων. Στο 5ο Κεφάλαιο για τα κοινωνικά μέσα, τίθεται το ερώτημα πώς το TikTok, το YouTube ή το Facebook λειτουργούν σήμερα ως νέοι «χώροι» λαϊκής έκφρασης, όπου η παράδοση δεν αναπαράγεται απλώς, αλλά επανανοηματοδοτείται.
Επίσης, για μένα ήταν κρίσιμη η σύνδεση του πεδίου με την εκπαίδευση – θέμα του 7ου Κεφαλαίου. Ως εκπαιδευτικός και διευθυντής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, διαπιστώνω καθημερινά ότι ο πολιτισμός και η παράδοση έχουν θέση στη σχολική πράξη, αρκεί να μεταφραστούν στις γλώσσες των μαθητών: ψηφιακά εργαλεία, διαδραστικές πλατφόρμες, παιχνίδια, αφήγηση με πολυμέσα. Η λαογραφία, έτσι, δεν είναι πια κάτι ξεπερασμένο ή μακρινό, αλλά ένα πεδίο δημιουργικής μάθησης και πολιτισμικής ενδυνάμωσης.
Το βιβλίο επιχειρεί τελικά να δείξει ότι η ψηφιακή λαογραφία είναι ένα υβριδικό και ζωντανό πεδίο: ούτε αποκομμένο από την παράδοση, ούτε δέσμιο των τεχνολογιών. Είναι ένα εργαλείο πολιτισμικού μετασχηματισμού, το οποίο μπορούμε να αξιοποιήσουμε όχι μόνο επιστημονικά, αλλά και πολιτικά – για την ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας, την αναβάθμιση του πολιτιστικού τουρισμού, τη διατήρηση της άυλης κληρονομιάς και τη δημιουργία συνθηκών συμμετοχικής ανάπτυξης.
Ίσως παλαιότερα να μην υπήρχε σύνδεση μεταξύ του έργου μου και της “κλασικής” λαογραφίας, αλλά η δική μου προσέγγιση προτείνει μια νέα γέφυρα: ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στην παράδοση και την καινοτομία. Γιατί τελικά, η λαογραφία δεν είναι μόνο ζήτημα παρελθόντος, αλλά κυρίως μια δυναμική αφήγηση του παρόντος και ένας χάρτης για το μέλλον.
ΕΡ. Τι είναι ακριβώς η ψηφιακή λαογραφία; Τι καινούργιο φέρνει στην επιφάνεια το βιβλίο σας;
Η ψηφιακή λαογραφία είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά πώς ο λαϊκός πολιτισμός –οι παραδόσεις, οι αφηγήσεις, οι μνήμες, οι συμβολισμοί, οι λαϊκές γνώσεις και πρακτικές– αναπαράγονται, μετασχηματίζονται αι επιβιώνουν στο περιβάλλον των νέων τεχνολογιών. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια σύγχρονη προσέγγιση της λαογραφίας, η οποία δεν βλέπει την παράδοση ως κάτι στατικό, μουσειακό ή παρελθοντικό, αλλά ως ένα δυναμικό και εξελισσόμενο πολιτισμικό κεφάλαιο που συνεχίζει να εκφράζεται – και πολλές φορές να «γεννιέται» – μέσα από το ψηφιακό περιβάλλον.
Το βιβλίο μου επιχειρεί να αποτυπώσει αυτήν τη νέα πραγματικότητα και να δώσει ένα θεωρητικό και ερευνητικό πλαίσιο, ώστε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η παράδοση στο διαδίκτυο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην ψηφιακή αφήγηση, ακόμη και στα ψηφιακά παιχνίδια ή στις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης.
Αυτό που φέρνει καινούργιο στην επιφάνεια είναι μια πολυδιάστατη ματιά πάνω στον λαϊκό πολιτισμό, όχι μόνο ως αντικείμενο μελέτης αλλά και ως πεδίο εφαρμογής:
Στη σύγχρονη εκπαίδευση, μέσα από την ενσωμάτωση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς σε ψηφιακά σχολικά έργα.
Στην τοπική ανάπτυξη, καθώς η ψηφιακή λαογραφία μπορεί να αναδείξει την ταυτότητα των τοπικών κοινωνιών με τρόπο βιώσιμο και συμμετοχικό.
Στην πολιτιστική διαχείριση, όπου εργαλεία όπως τα αποθετήρια τεκμηρίωσης, οι ψηφιακές πλατφόρμες και η τεχνητή νοημοσύνη ανοίγουν νέους δρόμους για την προστασία, την ανάδειξη αλλά και την τουριστική αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η Ψηφιακή Λαογραφία, όπως την αντιλαμβάνομαι και την προσεγγίζω στο βιβλίο, είναι ένα εργαλείο και μια γλώσσα. Μια γλώσσα που βοηθά τους νέους να έρθουν πιο κοντά στις ρίζες τους, τις τοπικές κοινωνίες να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία με σύγχρονους όρους, την πολιτική και την αυτοδιοίκηση να σχεδιάσουν πολιτιστικές πολιτικές με ορίζοντα καινοτομίας.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, το βιβλίο προσκαλεί να δούμε την παράδοση όχι με νοσταλγία, αλλά με στρατηγική. Δείχνει ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες για να διατηρήσουμε ζωντανή την πολιτιστική μας κληρονομιά, όχι μόνο ως μνήμη, αλλά και ως αναπτυξιακό πόρο, με άμεσες επιπτώσεις στον τουρισμό, στην εκπαίδευση, στον κοινωνικό ιστό.
Με λίγα λόγια, η ψηφιακή λαογραφία είναι η συνάντηση του παλιού με το καινούργιο. Κι αυτό ακριβώς είναι το στοίχημα που θέτει το βιβλίο: να μη χαθεί το παρελθόν, αλλά να αναπνεύσει μέσα στο μέλλον.